γυποφωλεά

γυποφωλεά
η
1. φωλιά τού γύπα
2. κοίλωμα σε απόκρημνο βράχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ, γυπός + φωλεά. Η λ. στον πληθυντικό μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”